- βιογραφώ
- -ησα, γράφω τη βιογραφία κάποιου: Προσπαθώ να βιογραφήσω εξέχουσες φυσιογνωμίες της πόλης μας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βιογραφώ — ( έω) συνθέτω τη βιογραφία κάποιου … Dictionary of Greek